- εὐκαίρει
- εὐκαιρέωhave opportunitypres imperat act 2nd sg (attic epic)εὐκαιρέωhave opportunityimperf ind act 3rd sg (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εὐκαιρεῖ — εὐκαιρέω have opportunity pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) εὐκαιρέω have opportunity pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άσχολος — ἄσχολος, ον (Α) 1. απασχολημένος, αυτός που δεν ευκαιρεί, που δεν έχει καιρό 2. (για πράξεις κ.λπ.) συνεχής, αδιάκοπος, αδιάλειπτος 3. ο μη καταγινόμενος με κάτι 4. «ἄσχολος χρόνος» ο χρόνος κατά τον οποίο δουλεύει κανείς συνέχεια, ο γεμάτος… … Dictionary of Greek